- ορίνω
- ὀρίνω (Α)(ποιητ. τ.)1. εγείρω, σηκώνω2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -ι- τού ρήματος εξηγείται με την αναγωγή του είτε σε αρχικό τ. *ὀρίνFω (πρβλ. φθίνω) είτε σε τ. *ὀρίνyω (πρβλ. κλίνω). Το ρ. ὀρίνω συνδέεται με αρμ. προστ. αri «σήκω» και με τα λατ. orior «εγείρομαι» και origo. Η σύνδεση τού ρήματος με το θ. ορ- τού ὄρνυμι* δεν φαίνεται πιθανή. Η μαρτυρία επίσης σε κορινθιακό αγγείο θέματος Ὀρι στο ανθρωπωνύμιο ὈριFων δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, τέλος, θεωρείται και η υπόθεση ότι το αρκτικό ὀ- δεν συμπεριλαμβάνεται στο θέμα τού ρήματος και ότι το θ. ρι- (πρβλ. λατ. rivus «ρυάκι»)ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *(e)r-ei- «αρχίζω να κινούμαι, διεγείρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.